Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες -τουρκόφωνες και ελληνόφωνες- της Καππαδοκίας και των άλλων περιοχών της παλαιάς "αρχισατραπίας του Ικονίου" αποτελούσαν απευθείας συνέχιση της βυζαντινής παρουσίας στη μικρασιατική ενδοχώρα. Ζώντας στα ανατολικά της γραμμής αντιπαραθέσεων μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, οι γηγενείς χριστιανικές κοινότητες απομονώθηκαν και αποκόπηκαν από το κέντρο της αυτοκρατορίας. Αργότερα, το γεγονός αυτό βοήθησε, ουσιαστικά, αυτές τις κοινότητες να διαφύγουν της γενικευμένης διαδικασίας εξισλαμισμού.
Αριθμητικά, μέσα στο συμπαγή όγκο μουσουλμανικού πληθυσμού, το χριστιανικό στοιχείο δεν ήταν παρά μία μειονότητα, που, υπό την πίεση της κατάκτησης και των αναγκών της κοινωνικής επιβίωσης, είχε, ως επί το πλείστον, τουρκοφωνήσει. Ωστόσο, η συλλογική ταυτότητα και η πολιτισμική ιδιαιτερότητα της μειονότητας αυτής διασώθηκε μέσα στην κιβωτό της Ορθοδοξίας. Στους κόλπους της τουρκόφωνης χριστιανικής κοινωνίας επιβίωασν νησίδες, όπου διατηρήθηκε η ελληνική γλώσσα στα τοπικά ιδιώματα: στη Μάκρη, στο Λίβισι, στη Σίλλη της Λυκαονίας και ιδίως στα 32 ελληνόφωνα από τα 81 χριστιανικά ορθόδοξα χωριά της Καππαδοκίας.
Η ΕΞΟΔΟΣ, τόμος Β' [Εισαγωγή Π. Μ. Κιτρομηλίδη]
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2004.