Ο πόλεμος, βέβαια, δεν έπαψε ποτέ να μαίνεται στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Ο στρατός και η διοίκηση ήταν μονίμως σε ετοιμότητα και ο οπτικός τηλέγραφος ήταν οργανωμένος έτσι ώστε, όταν η φωτιά άναβε στο κάστρο του Λούλου στα νότια, οι φρυκτωρίες διέσχιζαν διαγωνίως την Καππαδοκία και το νέο έφτανε στην Κωνσταντινούπολη σε μία ώρα.
Η Καππαδοκία έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην ασφάλεια της αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου, οι στρατηγοί αλλά και οι μητροπολίτες που τοποθετούνται στην περιοχή είναι από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής. Συχνά, οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε τοπικό επίπεδο, δίχως την παρέμβαση της Κωνσταντινούπολης, από εκείνους που αντιμετώπιζαν άμεσα τον εκάστοτε κίνδυνο. Το ίδιο ίσχυε και για τους μουσουλμάνους στην άλλη πλευρά των συνόρων.
Και στις δυο πλευρές εμφανίστηκαν «απελάτες», ένας συνδυασμός απότακτου, εξόριστου και ληστή. Αυτοί, σε περιόδους ειρήνης διώκονταν. Σε καιρό πολέμου, όμως, επειδή ήταν ριψοκίνδυνοι, με μεγάλη πολεμική πείρα, και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να τους προσεταιριστούν. Ως εκ τούτου, η ανδρεία και η αξία συγκεκριμένων ατόμων έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο, με αποτέλεσμα να επικρατήσει ένα «ηρωικό» κλίμα, μέσα από το οποίο γεννήθηκε το έπος του Διγενή Ακρίτα. Μητέρα του ήταν η Ειρήνη Δούκαινα και πατέρας του ο Εμίρης Μουσούρ, πρίγκιπας της Έδεσσας, που έγινε χριστιανός για χάρη της.
Το έπος εξελίχθηκε μέχρι το 12ο αιώνα και έχει περί τους πέντε χιλιάδες στίχους, με δύο κύριους άξονες: το σμίξιμο των δύο κόσμων και τα κατορθώματα του ήρωα. Η ανδρεία, η σωματική ρώμη, το κάλλος εν γένει, μαζί με το ερωτικό στοιχείο είναι τα βασικά συστατικά του ποιήματος, ενώ η χριστιανική θρησκεία είναι το σταθερό σημείο αναφοράς. Ωστόσο, απουσιάζουν ο φανατισμός και η έντονη εχθρότητα προς τον αντίπαλο.
Η γλώσσα είναι μεσαιωνικά ελληνικά, ένα κράμα λόγιας και κοινής. Το έπος του Διγενή Ακρίτα είναι το μόνο λαϊκό-λογοτεχνικό κείμενο που μας μεταφέρει στην εποχή των περισσότερων μνημείων της Καππαδοκίας, τον 10ο και 11ο αιώνα. Συνυπάρχει με την εποχή που οι τεχνίτες λάξευαν στο βράχο τις εκκλησίες και τα σπίτια, και οι ζωγράφοι κάλυπταν τους τοίχους με τοιχογραφίες. Μέσω αυτού, η Καππαδοκία παύει να είναι απλώς μία περιοχή όπου διασώθηκαν μνημεία βυζαντινής τέχνης, αλλά γίνεται ένας χώρος ιστορικής σημασίας, ένα από τα πιο ζωντανά κομμάτια του μεσαιωνικού Ελληνισμού.
ΠΗΓΗ: Ν. Παντελεάκη,
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή