Όταν στα μέσα του 7ου αιώνα οι Άραβες έγιναν μία πανίσχυρη δύναμη, οι Βυζαντινοί έχασαν όλη τη Συρία, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και την Αρμενία. Η Καππαδοκία, που μέχρι τότε ήταν κεντρική επαρχία της βυζαντινής Μ. Ασίας, βρέθηκε τώρα στην πρώτη γραμμή.
Από τότε και επί 2 αιώνες μετατράπηκε σε ένα απέραντο πεδίο μαχών. Επί διακόσια χρόνια οι λεηλασίες, οι πολιορκίες, και οι συγκρούσεις δημιουργούσαν τεράστια ανασφάλεια στους πληθυσμούς της Καππαδοκίας. Στους μικρούς οικισμούς της υπαίθρου η κατάσταση ήταν εφιαλτική και η επιβίωση δύσκολη. Στο γεγονός αυτό αποδίδεται η λάξευση κατοικιών και εκκλησιών στο βράχο. Επίσης, εδώ τοποθετείται χρονικά και το λάξευμα των λεγόμενων υπόγειων πόλεων, αλλά και των υπόγειων οχυρώσεων. Οι Καππαδόκες, λαϊκοί και μοναχοί, έκαναν χρήση μίας τεχνικής που τους ήταν γνωστή, ταίριαζε στη γεωλογία της περιοχής και ήταν εύκολη και ανέξοδη, αφού δεν απαιτούσε την εισαγωγή ξένων υλικών.
Μέχρι τον 9ο αιώνα η Καππαδοκία δεχόταν διαρκώς τις επιθέσεις των Αράβων. Ταυτόχρονα, αρχίζει η εποχή της Εικονομαχίας, που ξεκινά το 726 με το διάταγμα του Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου. Μεταξύ άλλων μεταρρυθμίσεων, απαγορεύτηκε η λατρεία των εικόνων και περιορίστηκαν τα προνόμια των μονών και των μοναχών. Η σύγκρουση που ακολούθησε συγκλόνισε το βυζάντιο επί έναν αιώνα. Τότε εγκαταλείφθηκαν πολλά μοναστήρια. Το 843 η 8η οικουμενική σύνοδος αποκατέστησε τις εικόνες. Στο μεταξύ, όμως, ο τρωγλοδυτικός τρόπος ζωής είχε καθιερωθεί.
Στην περίοδο που ακολούθησε, οι Βυζαντινοί πέρασαν στην αντεπίθεση και κατάφεραν να ωθήσουν τους Άραβες έξω από τα όρια της Καππαδοκίας. Το 967, πλέον, μετά από μία σειρά επιθετικών πολέμων, τα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου έγιναν και πάλι βυζαντινά και η Καππαδοκία ξαναβρήκε την ηρεμία της, που επρόκειτο να διαρκέσει για έναν αιώνα.
ΠΗΓΗ: Ν. Παντελεάκη,
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή