Τον 6ο αιώνα π.Χ. η Καππαδοκία -σατραπεία της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών- ονομαζόταν Καπντούκα.
Το όνομα αυτό πιστεύεται ότι προέρχεται από τους Χετταίους της 2ης π.Χ. χιλιετίας, που ίδρυσαν τις πρώτες πόλεις της Καππαδοκίας. Κατά τους προϊστορικούς αιώνες εκεί τερμάτιζε η πορεία των καραβανιών που ανέβαιναν από το Ασσούρ της Μεσοποταμίας στην Ανατολία. Μετέφεραν κασσίτερο, και επέστρεφαν φορτωμένα δέρματα ζώων, ηφαιστειογενή πετρώματα, και πολύτιμα μέταλλα.
Ο δίαυλος επικοινωνίας με τη Μέση Ανατολή δε μετέφερε μόνο εμπορεύματα, αλλά και πολιτιστικά στοιχεία από το Ιράν και τη Μεσοποταμία. Ο πρώτος δρόμος που ένωνε την Καππαδοκία με τη δυτική Μικρά Ασία και την έφερε σε επαφή με το Αιγαίο ήταν η «βασιλική οδός» των Περσών, που από τις Σάρδεις και τη Έφεσο κατέβαιναν νότια μέχρι τα Σούσα στο νότιο Ιράν. Οι στρατιές του Ξέρξη, του Αλέξανδρου, ο Ξενοφών και οι Μύριοι ακολούθησαν αυτό το δρόμο με διαφορετική κάθε φορά κατεύθυνση.
Οι μυστηριακές αρχαίες λατρείες, αντικατόπτριζαν τον κλειστό κόσμο της Ανατολίας. Κεντρική θεότητα ήταν η θεά Μα, μητέρα-δημιουργός και μαζί θεά του πολέμου και της καταστροφής. Αργότερα η Μα ταυτίστηκε με την Άρτεμη, και άλλες ελληνικές και ρωμαϊκές θεότητες.
Τον 3ο αιώνα π.χ. έγινε ανεξάρτητο βασίλειο της Ιρανικής δυναστείας, των Αριαραθών. Ήταν φιλέλληνες, με πάθος για το θέατρο, το γυμνάσιο, την παλαίστρα, και την ελληνική φιλοσοφία. Τότε η Καππαδοκία απέκτησε στενότερους δεσμούς με την ελληνικό χώρο και ιδιαίτερα με την Αθήνα, όπου μορφώνονταν οι βασιλείς της. Έτσι, αποτέλεσε ένα τμήμα της ελληνίζουσας Ανατολής.