ιστορια λογια

———————————————————————————

Το Προκόπι (σημερινό Urgup) βρίσκεται 50χλμ δυτικά της Καισάρειας, μέσα σε μια πανέμορφη κοιλάδα γεμάτη φυσικές πυραμίδες. Ο σχηματισμός της κοιλάδας του Προκοπίου συνδέεται με την ηφαιστειακή δραστηριότητα του Αργαίου όρους. Αλλεπάλληλα στρώματα ηφαιστειακού υλικού κάλυψαν τη φυσική λεκάνη, δημιουργώντας μία μοναδική φυσική σύνθεση, που το 1985 χαρακτηρίστηκε απο την unesco μνημείο φυσικής κληρονομιάς.

αποψη του σημερινού Προκοπίου.

Η αρχαία ονομασία του ήταν Οσίανα, ή Ασσιάνα. Μετονομάστηκε σε Προκόπι από μία πολύ παλιά εκκλησία του Αγίου Προκοπίου, που λέγεται ότι υπήρχε εκεί. Το Βυζαντινό Προκόπιο ήταν κέντρο μοναστικής ζωής ήδη από τον 5ο αιώνα, και έδρα επισκοπής από τον 10ο αιώνα. Στα πρακτικά της Συνόδου της Χαλκηδόνος το 451 αναφέρεται κάποιος Ελπίδιος, «μεμοροφύλαξ» Προκοπίου, που έφτασε στη Χαλκηδόνα επικεφαλής μεγάλης ομάδας μοναχών. Τότε έχουμε και τις πρώτες αναφορές σε τοπωνύμια που αργότερα θα αποτελέσουν πυρήνες λαξευτών οικισμών και εκκλησιών, όπως το Προκόπιον, η Ματιανή, το Κόραμα. Ελάχιστα κτίρια σώζονται από τότε.
Προκόπι 1849
Την περίοδο 1717-1729 επισκευάστηκαν στην Καππαδοκία τουλάχιστον 12 εκκλησίες και μοναστήρια, στο Προκόπι, τη Σινασό, το Ταλάς, και αλλού. Το έναυσμα ήταν μία σειρά ελαφρύνσεων για τους χριστιανούς, που θεσπίστηκαν από τις Οθωμανικές αρχές στο τέλος του 17ου αιώνα. Από το 18ο αιώνα, και μέχρι την Ανταλλαγή του 1924, ολόκληρη η Καππαδοκία περιήλθε σε μία περίοδο πνευματικής αναγέννησης. Οι απόδημοι Προκοπιείς της Κωνσταντινούπολης συνέπραξαν στην ίδρυση σχολείων και την έκδοση πλήθους βιβλίων. Επί παραδείγματι, σε μία δίγλωσση (ελληνική και τουρκική) ακολουθία του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου, του 1840, συνέπραξαν τρεις λόγιοι πατριώτες, και η έκδοση πραγματοποιήθηκε «δαπάναις και συνδρομή των μαϊστόρων του εσναφίου των Προκοπιέων καϊκτζίδων» της Κωνσταντινούπολης.
Οι Ρωμιοί του Προκοπίου σημείωσαν μεγάλη πρόοδο στον τομέα της εκπαίδευσης. Το 1904 λειτουργούσε επτατάξια αστική σχολή με 230 μαθητές, εξατάξιο παρθεναγωγείο με 120 μαθήτριες και νηπιαγωγείο με 250 νήπια. Κατά την περίοδο αυτή, η αφύπνιση του έθνους μέσω της παιδείας συμβαδίζει με τη συνεχή καλλιέργεια του θρησκευτικού στοιχείου εκ μέρους της Εκκλησίας. Στο Προκόπι υπήρχαν τρεις εκκλησίες. Αρχαιότερη ήταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που χρονολογείται από το 1729. Το 1834 εγκαινιάστηκε η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, πάνω από τον ήδη υπάρχοντα υπόγειο ναό των Αγίων Αναργύρων. Το 1892 εγκαινιάστηκε η εκκλησία του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου, όπου φυλασσόταν το σκήνωμά του. Οι Προκοπιείς τιμούσαν τη μνήμη του στις 27 Μαΐου με λαμπρές εκδηλώσεις. Αυτή η εκκλησία ανατινάχτηκε από τους Τούρκους το 1950.
Οι Προκοπιείς ασχολούνταν με όλα σχεδόν τα επαγγέλματα, και οργανώνονταν σε κλειστές συντεχνίες. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συντεχνία των κτιστών. Το 1856 ο Ν.Σ. Ρίζος αναφέρει σχετικά με το Προκόπι: «Κατοικείται υπό Οθωμανών και Γραικών, οίτινες έχουσι 400 οικίας. Οι χριστιανοί κάτοικοι μετέρχονται την τεκτονικήν, ολίγοι δε εμπορεύονται εις την Κωνσταντινούπολιν». Χριστιανική Συνοικία ΠροκοπίουΟι πετράδες του Προκοπίου είχαν μεγάλη ζήτηση στη γύρω περιοχή. Κατασκεύαζαν σπίτια και διακοσμητικά, όπως στέρνες και κρήνες. Σχετικά με τα προϊόντα του Προκοπίου, το 1899 ο Α. Σαραντίδης σημειώνει: «Εξάγει όπιον, σταφυλάς, τραγάκανθον (κόμμι) ξηρά, βερίκοκα, και μάρμαρον ονυχίτην εξ ου κατασκευάζονται διάφορα είδη πολυτελείας.»
Ο νόστος των απόδημων, κυρίως από την Κωνσταντινούπολη, επέφερε τη δημιουργία ενός νέου οικιστικού χώρου στη γενέτειρα, με σκοπό την αποκατάσταση της εθνοτικής τους ταυτότητας. Τα νέα κτίρια ήταν μεγαλοπρεπή αρχοντικά κλασικού ρυθμού, με αστικά χαρακτηριστικά. Στόχος τους ήταν να αναδείξουν την ευμάρειά τους, αλλά και μία συμβολική δικαίωση. Η ανοικοδόμηση του Προκοπίου κατά το 19ο αιώνα σηματοδοτεί και την παράλληλη οικοδόμηση της εθνικής ταυτότητας του Ελληνισμού. Πρόκειται για τη ιστορική μετάβαση από το οικουμενικό σύμπαν της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε μία κοινωνία αποτελούμενη από εθνότητες, που προοιωνίζει τα εθνικά κράτη.

ΠΗΓΕΣ:
1. Α.Μπαλλιάν, Ν.Παντελεάκη, Ι.Πετροπούλου, Λ.Έβερτ, Ν.Μηναΐδη, Μ.Φακίδη
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή, Adam Editions, 1991.
2. Σ.Κοιμίσογλου ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, ILP Productions, 2005.

 

———————————————————————————

Η αναγέννηση της Καππαδοκίας
Η ζύμωση που συντελέστηκε στο πεδίο του πολιτισμού, καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις αλλαγές στον οθωμανικό χώρο. Τα φιλελεύθερα διατάγματα Χάττι Σερίφ και Χάττι Χουμαγιούν το 1839 και 1856, έδωσαν στους χριστιανούς τη δυνατότητα να ανοικοδομήσουν και να ανανεώσουν τους χώρους της λατρείας τους.

Παράλληλα, ήδη από το 1830 οι Καππαδόκες είχαν εκφράσει τη βούλησή τους να μορφώσουν τα παιδιά τους. Ένας εκπρόσωπος της μικρασιατικής λογιοσύνης μετέφερε αυτή την είδηση στον Αδαμάντιο Κοραή στο Παρίσι, και εκείνος εξέφρασε τη χαρά του μέσα από την αλληλογραφία του. Με την πάροδο του χρόνου, η παιδεία έπαψε να εκπορεύεται κατ’ αποκλειστικότητα από την Εκκλησία (Θεολογική Σχολή της Χάλκης στα Πριγκιπόνησα και Ριζάρειος στην Αθήνα). Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα πολλοί κάτοχοι της «θύραθεν παιδείας» ήρθαν στην Καππαδοκία για να συνεχίσουν το έργο των προκατόχων τους κληρικών. Η άνθηση των γραμμάτων ήταν μία έκφανση της γενικότερης αναγέννησης και συμβαδίζει με ένα άνοιγμα προς τον έξω κόσμο και κυρίως προς το νέο ελλαδικό κράτος.
Οι λόγιοι της Καππαδοκίας ήταν δίγλωσσοι. Οι περισσότεροι ακροβατούν ανάμεσα στις δύο γλώσσες, πράγμα που αντικατοπτρίζει το μακρύ μεταβατικό στάδιο που διένυε η Καππαδοκία. Παράχθηκε πλήθος έργων που επιχειρούσε να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στις δύο γλώσσες: άφθονα λεξικά, γραμματικές και ελληνοτουρκικοί διάλογοι, που απευθύνονται όχι μόνο στις σχολικές ηλικίες αλλά και στους ενήλικες. Το γένος άρχισε να μεταβάλλεται σε έθνος, και η ελληνική γλώσσα, και μάλιστα η αρχαία, κατείχε κεντρικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία.
High SchoolΓια να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος και το νόημα των αλλαγών που έλαβαν χώρα στην Καππαδοκία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή, αρκεί να αναλογιστεί την πορεία της παιδείας. Από τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας με μόνο ενωτικό στοιχείο τη χριστιανική θρησκεία, μετέβη σε ένα νέο σχηματισμό, με ιδεώδη τη μόρφωση και την ελληνομάθεια.
Μέσα σε ένα καραμανλίδικο βιβλίο, ο κτήτορας σημειώνει ιδιοχείρως: Συμεών Νικολάου Παπαδοπούλου. Εν Καρβάλη τη 5η Αυγούστου. Έτους 1924. Μα άλλα λόγια, τα ελληνικά κερδήθηκαν, αλλά ο κόκκος του σταριού έδωσε καρπό όταν η γη που τον έθρεψε είχε πια απολεσθεί.
ΠΗΓΗ: Ι. Πετροπούλου,
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή
————————————————————————

ΕΚΤΟΥΡΚΙΣΜΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Μετά την ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ το 1071, στη Μικρά Ασία διείσδυσαν άτακτα υπολείμματα του σελτζουκικού στρατού, και σημειώθηκαν ληστρικές επιδρομές από νομαδικά τουρκικά φύλα, τους Τουρκομάνους.

ταπεινωμένος αυτοκράτωρ

Η πολιτική και εκκλησιαστική οργάνωση καταλύθηκε. Ήδη από το 1067 η Καισάρεια δεχόταν επιδρομές Τουρκομάνων. Οι κάτοικοί της διασκορπίστηκαν και το ιερό του Αγίου Βασιλείου βεβηλώθηκε. Οι σταυροφόροι συνάντησαν εκεί μόνο ερείπια. Η πόλη ξαναχτίστηκε από τους Ντανισμεντίδες, τους ηγεμόνες ενός τουρκομάνικου εμιράτου μεταξύ 1134 και 1142. Η χριστιανική παρουσία, όμως, πρέπει να ήταν ακόμα έντονη, διότι οι εμίρηδες της Καισάρειας εξέδιδαν διαρκώς διαταγές να καταστραφούν οι χριστιανικές εκκλησίες.
Βαθμιαία η Καππαδοκία, από βυζαντινή ακριτική επαρχία μετατράπηκε στο ζωτικό χώρο του σουλτανάτου του Ρουμ. Από το 1176, ύστερα από αλλεπάλληλες ήττες των Βυζαντινών, η Κωνσταντινούπολη αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την κυριαρχία του μουσουλμανικού στοιχείου και το νέο κέντρο εξουσίας, το Ικόνιο. Έτσι προέκυψε μία σχετικά ομαλή συμβίωση των χριστιανών και των μουσουλμάνων και τότε αναπτύχθηκε έντονη εμπορική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια στο τέλος του 12ου και αρχές του 13ου αιώνα, οι χριστιανικές κοινότητες της Καππαδοκίας αναζοπυρώθηκαν. Ωστόσο, ο χριστιανικός πληθυσμός είχε σαφώς ελαττωθεί, λόγω φυγής, εξισλαμισμού, επιγαμίας και δουλείας. Η συμβίωση προϋπέθετε την υπαγωγή των χριστιανών σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Αυτό οδήγησε στη βαθμιαία υιοθέτηση του τρόπου ζωής και της γλώσσας του κατακτητή. Σελίδα Καραμανλίδικου Βιβλίου Όταν το 1243 επικράτησαν οι Μογγόλοι, νέα κύματα Τουρκομάνων και Μογγόλων άρχισαν να εισβάλουν στην Καππαδοκία. Το 1476 η Καισάρεια πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών και η περιοχή εντάχθηκε στο εγιαλέτι του Καραμάν. Οι κάτοικοι ονομάστηκαν Καραμανλήδες. Με αυτό το όνομα χαρακτηρίστηκαν, ήδη από το 16ο αιώνα, οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί.
Η παλαιότερη μνεία τουρκόφωνων ορθόδοξων χριστιανών γίνεται το 1437 σε ένα Λατινικό έγγραφο που αναφέρει ότι οι κληρικοί, ακόμα και οι επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι, ντύνονται και μιλούν τουρκικά και μόνο τη θεία λειτουργία τελούν στα ελληνικά. Το φαινόμενο της προοδευτικής τουρκοφώνησης των ορθόδοξων χριστιανών της Καππαδοκίας συνδέεται με την πληθυσμιακή μειοψηφία και τη γεωγραφική απομόνωση μέσα σε συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Στον αντίποδα στέκεται η περίπτωση του Πόντου, όπου οι συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί κατακτήθηκαν τέσσερις αιώνες μετά το Ματζικέρτ και διατήρησαν τη γλώσσα τους μέχρι την Ανταλλαγή. Η γλωσσική μεταστροφή εξελίχθηκε με διαφορετικό ρυθμό στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο. Σε μικρά χωριά όπου πληθυσμιακά επικρατούσε το χριστιανικό στοιχείο, μιλούσαν τα ελληνικά «ανάρθρως και σολοίκως» με έντονες επιδράσεις από τα τουρκικά ως προς τη δομή και το λεξιλόγιο. Ωστόσο, οι διάλεκτοι της Καππαδοκίας, αποκομμένες από τις εξελίξεις της γλώσσας επί αιώνες, είχαν διατηρήσει ατόφια τα συστατικά στοιχεία των μεσαιωνικών ελληνικών.
ΠΗΓΗ: Α. Μπαλλιάν,
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή
——————————————————————————

—————————————————————————–

ΠΡΟΠΥΡΓΙΟ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Όταν στα μέσα του 7ου αιώνα οι Άραβες έγιναν μία πανίσχυρη δύναμη, οι Βυζαντινοί έχασαν όλη τη Συρία, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και την Αρμενία. Η Καππαδοκία, που μέχρι τότε ήταν κεντρική επαρχία της βυζαντινής Μ. Ασίας, βρέθηκε τώρα στην πρώτη γραμμή.

ruins of Byzantine fortification

Από τότε και επί 2 αιώνες μετατράπηκε σε ένα απέραντο πεδίο μαχών. Επί διακόσια χρόνια οι λεηλασίες, οι πολιορκίες, και οι συγκρούσεις δημιουργούσαν τεράστια ανασφάλεια στους πληθυσμούς της Καππαδοκίας. Στους μικρούς οικισμούς της υπαίθρου η κατάσταση ήταν εφιαλτική και η επιβίωση δύσκολη. Στο γεγονός αυτό αποδίδεται η λάξευση κατοικιών και εκκλησιών στο βράχο. Επίσης, εδώ τοποθετείται χρονικά και το λάξευμα των λεγόμενων υπόγειων πόλεων, αλλά και των υπόγειων οχυρώσεων. Οι Καππαδόκες, λαϊκοί και μοναχοί, έκαναν χρήση μίας τεχνικής που τους ήταν γνωστή, ταίριαζε στη γεωλογία της περιοχής και ήταν εύκολη και ανέξοδη, αφού δεν απαιτούσε την εισαγωγή ξένων υλικών.

Μέχρι τον 9ο αιώνα η Καππαδοκία δεχόταν διαρκώς τις επιθέσεις των Αράβων. Ταυτόχρονα, αρχίζει η εποχή της Εικονομαχίας, που ξεκινά το 726 με το διάταγμα του Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου. Μεταξύ άλλων μεταρρυθμίσεων, απαγορεύτηκε η λατρεία των εικόνων και περιορίστηκαν τα προνόμια των μονών και των μοναχών. Η σύγκρουση που ακολούθησε συγκλόνισε το βυζάντιο επί έναν αιώνα. Τότε εγκαταλείφθηκαν πολλά μοναστήρια. Το 843 η 8η οικουμενική σύνοδος αποκατέστησε τις εικόνες. Στο μεταξύ, όμως, ο τρωγλοδυτικός τρόπος ζωής είχε καθιερωθεί.
Στην περίοδο που ακολούθησε, οι Βυζαντινοί πέρασαν στην αντεπίθεση και κατάφεραν να ωθήσουν τους Άραβες έξω από τα όρια της Καππαδοκίας. Το 967, πλέον, μετά από μία σειρά επιθετικών πολέμων, τα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου έγιναν και πάλι βυζαντινά και η Καππαδοκία ξαναβρήκε την ηρεμία της, που επρόκειτο να διαρκέσει για έναν αιώνα.

ΠΗΓΗ: Ν. Παντελεάκη,
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή

——————————————————————————-

Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες -τουρκόφωνες και ελληνόφωνες- της Καππαδοκίας και των άλλων περιοχών της παλαιάς “αρχισατραπίας του Ικονίου”

Τοιχογραφία Αποστόλων-Ευαγγελιστώναποτελούσαν απευθείας συνέχιση της βυζαντινής παρουσίας στη μικρασιατική ενδοχώρα. Ζώντας στα ανατολικά της γραμμής αντιπαραθέσεων μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, οι γηγενείς χριστιανικές κοινότητες απομονώθηκαν και αποκόπηκαν από το κέντρο της αυτοκρατορίας. Αργότερα, το γεγονός αυτό βοήθησε, ουσιαστικά, αυτές τις κοινότητες να διαφύγουν της γενικευμένης διαδικασίας εξισλαμισμού.

Αριθμητικά, μέσα στο συμπαγή όγκο μουσουλμανικού πληθυσμού, το χριστιανικό στοιχείο δεν ήταν παρά μία μειονότητα, που, υπό την πίεση της κατάκτησης και των αναγκών της κοινωνικής επιβίωσης, είχε, ως επί το πλείστον, τουρκοφωνήσει. Ωστόσο, η συλλογική ταυτότητα και η πολιτισμική ιδιαιτερότητα της μειονότητας αυτής διασώθηκε μέσα στην κιβωτό της Ορθοδοξίας. Στους κόλπους της τουρκόφωνης χριστιανικής κοινωνίας επιβίωασν νησίδες, όπου διατηρήθηκε η ελληνική γλώσσα στα τοπικά ιδιώματα: στη Μάκρη, στο Λίβισι, στη Σίλλη της Λυκαονίας και ιδίως στα 32 ελληνόφωνα από τα 81 χριστιανικά ορθόδοξα χωριά της Καππαδοκίας.
Η ΕΞΟΔΟΣ, τόμος Β’ [Εισαγωγή Π. Μ. Κιτρομηλίδη]
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2004.
——————————————————————————–
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ
Χριστιανική Καππαδοκία
Το 17μ.χ. με διάταγμα του αυτοκράτορα Τιβέριου, η Καππαδοκία έγινε επαρχία του ρωμαϊκού κράτους.

Άγιος ΓεώργιοςΟι πόλεις, Καισάρεια, Τύανα, Νύσσα, Αραβισσός, Ναζιανζός, είχαν οργανωθεί πάνω στο ελληνικό πρότυπο, ήδη από τους Αρίαρθες. Οι περισσότεροι κάτοικοι μιλούσαν ελληνικά, υπήρχαν ρήτορες και σοφιστές και, όσοι είχαν έφεση και δυνατότητα να σπουδάσουν, φοιτούσαν στην Ταρσό, την Αντιόχεια, την Έφεσο, την Αλεξάνδρεια, και την Αθήνα. Έτσι μπήκαν οι βάσεις για την πνευματική ακτινοβολία της Καππαδοκίας ως κέντρο του πρώιμου χριστιανικού κόσμου. Ωστόσο, όπως αναφέρει και ο Μέγας Βασίλειος, ακόμα και τον 4ο αιώνα μ.Χ. ένα μεγάλο μέρος της καππαδοκικής υπαίθρου εξακολουθούσε να μιλά την αρχαιότερη τοπική γλώσσα. Η Καππαδοκία εξελληνίστηκε καθ’ ολοκληρία, μετά την πλήρη επικράτηση του χριστιανισμού στην περιοχή. Ωστόσο, η παρουσία χριστιανών από τον 1ο αιώνα μ.Χ. επιβεβαιώνεται από το 3ο ταξίδι του Αποστόλου Παύλου, και την πρώτη Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου.
Άγιος ΜάμαςΚατά τον 3ο αιώνα ήταν πολλοί οι χριστιανοί καππαδόκες μάρτυρες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι Άγιοι Μάμας και Γεώργιος. Ο πρώτος αναφέρεται στην παράδοση ως νεαρός βοσκός που πάντα τον συνοδεύει ένα λιοντάρι. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός τον αποκάλεσε εαρινών ανθών σύμβολον. Νεαρός μάρτυρας ήταν και ο Γεώργιος, που συνδέεται μυθικά με τον τόπο. Η «δρακοντοφονία» ενσωματώθηκε στο Βίο του Αγίου και τον συνδέει με το όρος Αργαίο.
Η μεγάλη ανάπτυξη της χριστιανικής παιδείας κατά τον 3ο και 4ο αιώνα, και οι εξέχουσες προσωπικότητες του τόπου, καθιστούν την Καππαδοκία σημείο αναφοράς για όλο το χριστιανικό κόσμο, ανατολικό και δυτικό. Η Καππαδοκία του 4ου αιώνα αποτέλεσε προπύργιο της ορθής πίστης ενώ οι Καππαδόκες Πατέρες –Βασίλειος ο Μέγας από την Καισάρεια, Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης, και Γρηγόριος της Ναζιανζού– αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και κανόνα ζωής. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός διατυπώνει με σαφήνεια τη στάση της Καππαδοκίας απέναντι στην ελληνική παιδεία: «Κι εμείς ελληνίζουμε. Είμαστε κι εμείς κληρονόμοι των αγαθών της ελληνικής παιδείας». Ο Βασίλειος έγραψε πολλά έργα-υποδείξεις για την κοινοβιακή ζωή, που διαμόρφωσαν σχεδόν απόλυτα το μοναστικό βίο της Ανατολικής Εκκλησίας. Ύψιστο έργο της ζωής του θεωρούσε ο ίδιος τη Βασιλειάδα, το ίδρυμα που έκτισε έξω από την Καισάρεια, που περιελάμβανε εκκλησία, μοναστήρι, νοσοκομείο, λουτρά και ξενώνα για τους φτωχούς.

ΠΗΓΗ: Ν. Παντελεάκη,
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή
—————————————————————–

Η ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ

Η προ Χριστού Καππαδοκία
Τον 6ο αιώνα π.Χ. η Καππαδοκία -σατραπεία της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών- ονομαζόταν Καπντούκα.
Προ-χριστιανικός τάφος στην Καππαδοκία

Το όνομα αυτό πιστεύεται ότι προέρχεται από τους Χετταίους της 2ης π.Χ. χιλιετίας, που ίδρυσαν τις πρώτες πόλεις της Καππαδοκίας. Κατά τους προϊστορικούς αιώνες εκεί τερμάτιζε η πορεία των καραβανιών που ανέβαιναν από το Ασσούρ της Μεσοποταμίας στην Ανατολία. Μετέφεραν κασσίτερο, και επέστρεφαν φορτωμένα δέρματα ζώων, ηφαιστειογενή πετρώματα, και πολύτιμα μέταλλα.
Ο δίαυλος επικοινωνίας με τη Μέση Ανατολή δε μετέφερε μόνο εμπορεύματα, αλλά και πολιτιστικά στοιχεία από το Ιράν και τη Μεσοποταμία. Ο πρώτος δρόμος που ένωνε την Καππαδοκία με τη δυτική Μικρά Ασία και την έφερε σε επαφή με το Αιγαίο ήταν η «βασιλική οδός» των Περσών, που από τις Σάρδεις και τη Έφεσο κατέβαιναν νότια μέχρι τα Σούσα στο νότιο Ιράν. Οι στρατιές του Ξέρξη, του Αλέξανδρου, ο Ξενοφών και οι Μύριοι ακολούθησαν αυτό το δρόμο με διαφορετική κάθε φορά κατεύθυνση.
Οι μυστηριακές αρχαίες λατρείες, αντικατόπτριζαν τον κλειστό κόσμο της Ανατολίας. Κεντρική θεότητα ήταν η θεά Μα, μητέρα-δημιουργός και μαζί θεά του πολέμου και της καταστροφής. Αργότερα η Μα ταυτίστηκε με την Άρτεμη, και άλλες ελληνικές και ρωμαϊκές θεότητες.
Τον 3ο αιώνα π.χ. έγινε ανεξάρτητο βασίλειο της Ιρανικής δυναστείας, των Αριαραθών. Ήταν φιλέλληνες, με πάθος για το θέατρο, το γυμνάσιο, την παλαίστρα, και την ελληνική φιλοσοφία. Τότε η Καππαδοκία απέκτησε στενότερους δεσμούς με την ελληνικό χώρο και ιδιαίτερα με την Αθήνα, όπου μορφώνονταν οι βασιλείς της. Έτσι, αποτέλεσε ένα τμήμα της ελληνίζουσας Ανατολής.

—————————————————————————————————————

ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ, Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, ο Ομολογητής
«Ο ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΓΟΝΟΣ, ΠΡΟΚΟΠΙΕΩΝ ΚΑΥΧΗΜΑ»
Ο Ρώσος στην καταγωγή άγιος Ιωάννης ο Ομολογητής γεννήθηκε το 1690. Συνελήφθη το 1711, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, από τις οθωμανικές δυνάμεις και, αφού μεταφέρθηκε στο Προκόπι της Καππαδοκίας, υποχρεώθηκε να γίνει σκλάβος στο σπίτι ενός Τούρκου Ιππάρχου. Αντιστάθηκε σθεναρά στην επιμονή του Ιππάρχου να αλλαξοπιστήσει.

Οι συνθήκες της ζωής του ήταν σκληρές. Κοιμόταν στο στάβλο μαζί με τα ζώα. Εκεί προσευχόταν καθημερινά στο Θεό, να αντέχει τις ταπεινώσεις που υφίστατο. Τη νύχτα συχνά επισκεπτόταν την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που βρισκόταν εκεί κοντά. Κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του έκανε πολλά θαύματα.
Χαρακτηριστική του βίου του και της κουλτούρας του τόπου είναι η ευρύτατα διαδεδομένη παράδοση σύμφωνα με την οποία, ο Όσιος μετέφερε με μυστηριώδη τρόπο ένα πιάτο αχνιστό μαντί στον Ίππαρχο στη Μέκκα, όπου βρισκόταν για προσκύνημα. Αυτός βρήκε το φαγητό να αχνίζει, και αναγνώρισε το πιάτο απ’ τα διακριτικά του. Επιστρέφοντας στο Προκόπι, έφερε μαζί του το πιάτο, οπότε και εξακριβώθηκε ότι ο Όσιος το είχε ζητήσει από τη νοικοκυρά για να το στείλει στη Μέκκα. Θέλοντας να τιμήσει τον Ιωάννη, ο Ίππαρχος προσφέρθηκε να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσής του. Ο Άγιος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το στάβλο και έζησε την υπόλοιπη ζωή του δουλεύοντας την ημέρα και προσευχόμενος τη νύχτα.
Παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 27 Μαΐου 1730, σε ηλικία 40 ετών. Τρεισήμισι χρόνια αργότερα ο Όσιος εμφανίστηκε στον ύπνο ενός γέροντα ιερέα ζητώντας του να γίνει η ανακομιδή του λειψάνου του. Κατά την εκταφή, η αγιότητά του ανδείχτηκε από το γεγονός ότι το σώμα του παρέμενε ανέπαφο και ευωδίαζε. Δεν συγκαταλέγεται στους μάρτυρες των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού. Ανήκει σε μια άλλη κατηγορία αγίων ανθρώπων, που έζησαν, με τον ασκητικό τους βίο και την ομολογία ενώπιον των διωκτών τους, μια μορφή συνεχούς μαρτυρίου εξίσου απόλυτη σε αγάπη και σε ευθύνη με εκείνη των πρώτων μαρτύρων. Για αυτό αποκαλείται «όσιος» και «νέος ομολογητής» σε χρονική μόνο αντιδιαστολή με τους παλαιότερους.
Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, το λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε στο Νέο Προκόπι της Εύβοιας. Η μεταφορά του με το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης» επιτεύχθηκε χάρη στους κόπους και τη μέριμνα του Παναγιώτη Παπαδόπουλου. Το ίδιο πλοίο μετάφερε στην Ελλάδα και 800 πατριώτες.
Στην λαϊκή αγιογραφία, ο Όσιος παρουσιάζεται ως μία ταπεινή μορφή νέου άντρα, που συχνά πλαισιώνεται από μία εικονογραφική εξιστόρηση της ζωής και του έργου του, με δέκα σημαντικούς σταθμούς.

———————————————————————————————————–